απάνιαστος

απάνιαστος
«απάνιαστος φούρνος» — αυτός που δεν τον καθάρισαν με την πάνα από τη στάχτη και τη μουτζούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πανιαστός < πανιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”